- γαλακοθρέμμων
- γαλακοθρέμμων, ον, gen. ονος, ([etym.] τρέφω)A milk-fed, prob. in Antiph. 52.4 for γαλακτο-. [full] γαλακόχρως, = γαλακτόχρως, nom.pl.
-χροες Opp.C.3.478
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-χροες Opp.C.3.478
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.